- σουμάκ
- το, Νάκλ. τεχνική χρυσοΰφαντων χειροποίητων χαλιών και άλλων παρεμφερών ειδών, μια από τις αρχαιότερες μεθόδους ύφανσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεψικά εκχυλίσματα — Φυτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία και στην υφαντουργική. Παρασκευάζονται από κατάλληλη φυτική ύλη, όπως σουμάκ, ντίβι ντίβι, κεμπράχο, η οποία βράζει σε νερό και στη συνέχεια το εκχύλισμά της συμπυκνώνεται σε κενό. Το στερεό… … Dictionary of Greek
δεψικό οξύ — Μείγμα παραγώγων των πολυϋδροξυβενζοϊκών οξέων. Σε καθαρή μορφή σχηματίζει μια άχρωμη και άμορφη μάζα που διαλύεται εύκολα στο νερό, έχει πικρή γεύση και στυπτικές ιδιότητες. Η καλύτερη πηγή για την παρασκευή καθαρού δ.ο. είναι τα οιδήματα… … Dictionary of Greek
ταννίνες — Οργανικές δεψικές ύλες, πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο. Οι ύλες αυτές είναι μικρής όξινης αντίδρασης, έχουν δε το κοινό γνώρισμα όταν ενωθούν με άλατα που προέρχονται από το οξείδιο του σιδήρου, να παρέχουν σκοτεινές γαλαζόμαυρες ή… … Dictionary of Greek